προδικάζω — προδικάζω, προδίκασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προδικάζω — ΝΜΑ δικάζω, κρίνω κάποιον ή κάτι εκ τών προτέρων («δίκας τὰς προδεδικασμένας», επιγρ.) νεοελλ. 1. εκφέρω γνώμη για ένα ζήτημα τού οποίου η έκβαση δεν είναι ακόμη γνωστή, προεξοφλώ … Dictionary of Greek
προδικάζει — προδικάζω judge beforehand pres ind mp 2nd sg προδικάζω judge beforehand pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδίκαζε — προδικάζω judge beforehand pres imperat act 2nd sg προδικάζω judge beforehand imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδικάζονται — προδικάζω judge beforehand pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδικάζωνται — προδικάζω judge beforehand pres subj mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδικάσασθαι — προδικάζω judge beforehand aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδικῶ — προδικάζω judge beforehand fut ind act 1st sg (attic epic ionic) προδικέω to be a patron pres subj act 1st sg (attic epic doric) προδικέω to be a patron pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάζω — (AM δικάζω) 1. κρίνω, αποφασίζω ως δικαστής ή ένορκος για την ενοχή κάποιου 2. κρίνω ως δικαστής τις διαφορές, αποφασίζω για κάτι που αμφισβητείται 3. εκδίδω καταδικαστική απόφαση, ορίζω ποινή μσν. μέσ. 1. λογομαχώ, διαφωνώ 2. συζητώ 3. σκέφτομαι … Dictionary of Greek
καταδικάζω — (AM καταδικάζω) [καταδίκη] εκδίδω καταδικαστική απόφαση, κρίνω κάποιον ως ένοχο σε δίκη, επιβάλλω ποινή, τιμωρώ νεοελλ. 1. κρίνω εκ τών προτέρων την τύχη κάποιου («ο θεός τόν καταδίκασε να σέρνεται») 2. προδικάζω κακή έκβαση, προοιωνίζομαι κακό… … Dictionary of Greek